- ευπερίστρεπτος
- εὐπερίστρεπτος, -ον (Μ) [περιστρέφω]αυτός που περιστρέφεται εύκολα, ευκίνητος, ευέλικτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐπερίστρεπτος — easily turned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπερίστρεπτον — εὐπερίστρεπτος easily turned masc/fem acc sg εὐπερίστρεπτος easily turned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπεριστρέπτοις — εὐπερίστρεπτος easily turned masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπεριστρέπτου — εὐπερίστρεπτος easily turned masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)